κερατένιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κερατένιος | η | κερατένια | το | κερατένιο |
| γενική | του | κερατένιου | της | κερατένιας | του | κερατένιου |
| αιτιατική | τον | κερατένιο | την | κερατένια | το | κερατένιο |
| κλητική | κερατένιε | κερατένια | κερατένιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κερατένιοι | οι | κερατένιες | τα | κερατένια |
| γενική | των | κερατένιων | των | κερατένιων | των | κερατένιων |
| αιτιατική | τους | κερατένιους | τις | κερατένιες | τα | κερατένια |
| κλητική | κερατένιοι | κερατένιες | κερατένια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κερατένιος < κέρατ(ο) + -ένιος, και (ουσιαστικοποιημένο) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ce.ɾaˈte.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ρα‐τέ‐νιος}}
Μεταφράσεις
κερατένιος
|
- κερατένιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.