κεράτινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κεράτινος η κεράτινη το κεράτινο
      γενική του κεράτινου της κεράτινης του κεράτινου
    αιτιατική τον κεράτινο την κεράτινη το κεράτινο
     κλητική κεράτινε κεράτινη κεράτινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κεράτινοι οι κεράτινες τα κεράτινα
      γενική των κεράτινων των κεράτινων των κεράτινων
    αιτιατική τους κεράτινους τις κεράτινες τα κεράτινα
     κλητική κεράτινοι κεράτινες κεράτινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κεράτινος < αρχαία ελληνική κεράτινος

Επίθετο

κεράτινος

  1. που έχει κατασκευαστεί από κέρατο
  2. που δημιουργείται από κερατίνη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.