καμαράκι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καμαράκι | τα | καμαράκια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | καμαράκι | τα | καμαράκια |
| κλητική | καμαράκι | καμαράκια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καμαράκι < κάμαρα + υποκοριστικό επίθημα -άκι < αρχαία ελληνική καμάρα
Μεταφράσεις
καμαράκι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.