καμπίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καμπίνα οι καμπίνες
      γενική της καμπίνας των (καμπινών)
    αιτιατική την καμπίνα τις καμπίνες
     κλητική καμπίνα καμπίνες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καμπίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική cabina
Το εσωτερικό μιας καμπίνας πλοίου.
Καμπίνα διακυβέρνησης αεροσκάφους.
Καμπίνα για αλλαγή ρούχων σε παραλία.

Ουσιαστικό

καμπίνα θηλυκό

  1. μικρό δωμάτιο, οριοθετημένος χώρος
    1. μικρό δωμάτιο με κρεβάτια σε σκάφος ή πλοίο
    2. (σε αεροπλάνα, τρένα κλπ) θάλαμος με όργανα χειρισμού
    3. μικρός στεγασμένος χώρος στο ύπαιθρο
    4. μικρό δωμάτιο σε παραλία, όπου οι λουόμενοι μπορούν να αλλάξουν ρούχα
    5. τηλεφωνικός θάλαμος
    6. ο θάλαμος του ανελκυστήρα
    7. το περίβλημακουτί») των ηχείων

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.