καμπίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καμπίνα | οι | καμπίνες |
| γενική | της | καμπίνας | των | (καμπινών) |
| αιτιατική | την | καμπίνα | τις | καμπίνες |
| κλητική | καμπίνα | καμπίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καμπίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική cabina

Το εσωτερικό μιας καμπίνας πλοίου.

Καμπίνα διακυβέρνησης αεροσκάφους.

Καμπίνα για αλλαγή ρούχων σε παραλία.
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.