scoundrel

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται να μορφοποιηθούν όπως συνηθίζεται στο Βικιλεξικό,
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες.

Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού.

Για μορφοποίηση: Το υλικό των σχετικών λέξεων, μεταφέρθηκε από τις μεταφράσεις στο παλιοτόμαρο (από ανώνυμο), για να μην διαγραφούν. Μπορεί να δημιουργηθεί Παράρτημα για την έννοια αυτή, με όλες τις αποχρώσεις. sarri.greek (συζήτηση) 12:04, 26 Ιουλίου 2019 (UTC).


Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈskaʊndr(ə)l/

Ετυμολογία

scoundrel < πιθανόν από το σκοτσέζικο ρήμα scunner

Ουσιαστικό

scoundrel (en)

Επίσης

έννοια 'απατεώνας'

διάφοροι χαρακτηρισμοί

χυδαία: shit (en), bugger (en)· motherfucker (en), mother (en), mofo (en) παλαιά:

σύνθετο:

  • (βρισιά) of a (ιδιότητα/ρόλος στην κοινωνία) πχ cad of a husband
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.