κανάγιας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κανάγιας | οι | κανάγιες & κανάγηδες |
| γενική | του | κανάγια | των | — & κανάγηδων |
| αιτιατική | τον | κανάγια | τους | κανάγιες & κανάγηδες |
| κλητική | κανάγια | κανάγιες & κανάγηδες | ||
| Οι καταλήξεις -ιας, -ια, -ιες προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «κανάγιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
κανάγιας αρσενικό
- (υβριστικό) παλιάνθρωπος, κάθαρμα
- ※ Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω. / Κανάγιες! / Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαρας μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει. (Κώστας Καρυωτάκης, «Κάθαρσις»)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.