απόβρασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | απόβρασμα | τα | αποβράσματα |
| γενική | του | αποβράσματος | των | αποβρασμάτων |
| αιτιατική | το | απόβρασμα | τα | αποβράσματα |
| κλητική | απόβρασμα | αποβράσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απόβρασμα < (ελληνιστική κοινή) ἀπόβρασμα ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική l’ écume de la société (απόβρασμα της κοινωνίας) ή αγγλική scum)
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.