εξαγνισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εξαγνισμός | οι | εξαγνισμοί |
| γενική | του | εξαγνισμού | των | εξαγνισμών |
| αιτιατική | τον | εξαγνισμό | τους | εξαγνισμούς |
| κλητική | εξαγνισμέ | εξαγνισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.ksa.ɣniˈzmos/
Συγγενικά
- εξαγνίζω
- εξαγνιστήριος
- εξαγνιστικός
- και → δείτε τη λέξη αγνός
Μεταφράσεις
εξαγνισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.