υπερίσχυση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερίσχυση | οι | υπερισχύσεις |
| γενική | της | υπερίσχυσης* | των | υπερισχύσεων |
| αιτιατική | την | υπερίσχυση | τις | υπερισχύσεις |
| κλητική | υπερίσχυση | υπερισχύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, υπερισχύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερίσχυση < υπερισχύω + -ση < ελληνιστική κοινή ὑπερισχύω < αρχαία ελληνική ἰσχύω
Μεταφράσεις
υπερίσχυση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.