ισχυροποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ισχυροποίηση | οι | ισχυροποιήσεις |
| γενική | της | ισχυροποίησης* | των | ισχυροποιήσεων |
| αιτιατική | την | ισχυροποίηση | τις | ισχυροποιήσεις |
| κλητική | ισχυροποίηση | ισχυροποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ισχυροποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ισχυροποίηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἰσχυροποίη(σις). Μορφολογικά αναλύεται σε ισχυρο- + -ποίηση.
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.sçi.ɾoˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐σχυ‐ρο‐ποί‐η‐ση
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ισχυροποίηση
Πηγές
- ισχυροποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ισχυροποίηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.