βατ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βατ < (ορθογραφικό δάνειο) αγγλική watt, από το όνομα του Σκοτσέζου μηχανικού James Watt (Τζέιμς Βαττ)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈvat/

Ουσιαστικό

βατ ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.