ενισχυτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ενισχυτής οι ενισχυτές
      γενική του ενισχυτή των ενισχυτών
    αιτιατική τον ενισχυτή τους ενισχυτές
     κλητική ενισχυτή ενισχυτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενισχυτής < ενισχύω + -τής ((μεταφραστικό δάνειο) (γερμανικά) Verstärker)

Ουσιαστικό

ενισχυτής αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.