κατισχύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κατισχύω < ελληνιστική κοινή κατισχύω < αρχαία ελληνική ἰσχύς
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κατισχύω | κατίσχυα | θα κατισχύω | να κατισχύω | κατισχύοντας | |
| β' ενικ. | κατισχύεις | κατίσχυες | θα κατισχύεις | να κατισχύεις | κατίσχυε | |
| γ' ενικ. | κατισχύει | κατίσχυε | θα κατισχύει | να κατισχύει | ||
| α' πληθ. | κατισχύουμε | κατισχύαμε | θα κατισχύουμε | να κατισχύουμε | ||
| β' πληθ. | κατισχύετε | κατισχύατε | θα κατισχύετε | να κατισχύετε | κατισχύετε | |
| γ' πληθ. | κατισχύουν(ε) | κατίσχυαν κατισχύαν(ε) |
θα κατισχύουν(ε) | να κατισχύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατίσχυσα | θα κατισχύσω | να κατισχύσω | κατισχύσει | ||
| β' ενικ. | κατίσχυσες | θα κατισχύσεις | να κατισχύσεις | κατίσχυσε | ||
| γ' ενικ. | κατίσχυσε | θα κατισχύσει | να κατισχύσει | |||
| α' πληθ. | κατισχύσαμε | θα κατισχύσουμε | να κατισχύσουμε | |||
| β' πληθ. | κατισχύσατε | θα κατισχύσετε | να κατισχύσετε | κατισχύστε | ||
| γ' πληθ. | κατίσχυσαν κατισχύσαν(ε) |
θα κατισχύσουν(ε) | να κατισχύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κατισχύσει | είχα κατισχύσει | θα έχω κατισχύσει | να έχω κατισχύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κατισχύσει | είχες κατισχύσει | θα έχεις κατισχύσει | να έχεις κατισχύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κατισχύσει | είχε κατισχύσει | θα έχει κατισχύσει | να έχει κατισχύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κατισχύσει | είχαμε κατισχύσει | θα έχουμε κατισχύσει | να έχουμε κατισχύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κατισχύσει | είχατε κατισχύσει | θα έχετε κατισχύσει | να έχετε κατισχύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κατισχύσει | είχαν κατισχύσει | θα έχουν κατισχύσει | να έχουν κατισχύσει |
| |
Μεταφράσεις
κατισχύω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.