moc
Πολωνικά
(pl)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
mɔt͡s̑
/
ⓘ
Ουσιαστικό
moc
(pl)
θηλυκό
η
δύναμη
, η ισχύς
(
φυσική
,
μαθηματικά
,
νομικός όρος
) η δύναμη, η
ισχύς
Συγγενικά
mocno
mocny
Τσεχικά
(cs)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
moc
(cs)
αρσενικό
η
δύναμη
, η ισχύς
η
αρχή
, η εξουσία
Επίρρημα
moc
(cs)
πολύ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.