moc

Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /mɔt͡s̑/
 

Ουσιαστικό

moc (pl) θηλυκό

  1. η δύναμη, η ισχύς
  2. (φυσική, μαθηματικά, νομικός όρος) η δύναμη, η ισχύς

Συγγενικά

  • mocno
  • mocny



Τσεχικά (cs)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

moc (cs) αρσενικό

  1. η δύναμη, η ισχύς
  2. η αρχή, η εξουσία

Επίρρημα

moc (cs)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.