ισχιαλγία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ισχιαλγία | οι | ισχιαλγίες |
| γενική | της | ισχιαλγίας | των | ισχιαλγιών |
| αιτιατική | την | ισχιαλγία | τις | ισχιαλγίες |
| κλητική | ισχιαλγία | ισχιαλγίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ισχιαλγία θηλυκό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.