Παγκόσμιος Ιστός

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Κύριο όνομα

Παγκόσμιος Ιστός αρσενικό

  • (διαδίκτυο) παγκόσμιας κλίμακας κατανεμημένο σύστημα υπερκειμενικών τεκμηρίων με εκτεταμένη διασύνδεση μεταξύ τους το οποίο αναπτύχθηκε από το Ευρωπαϊκό Εργαστήριο Σωματιδιακής Φυσικής (CERN)

Σημειώσεις

  1. Η πρόσβαση στα τεκμήρια του Παγκόσμιου Ιστού επιτυγχάνεται μέσω του Πρωτοκόλλου Υπερκειμενικής Μεταφοράς (HTTP) και μέσω του Ασφαλούς Πρωτοκόλλου Υπερκειμενικής Μεταφοράς (HTTPS).
  2. Ο Παγκόσμιος Ιστός είναι μέρος του Διαδικτύου.
  3. το όνομα Παγκόσμιος Ιστός είναι κύριο όνομα

Συνώνυμα

  • Ιστός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.