toile
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- toile < λατινική tela
Προφορά
- ΔΦΑ : /twal/
- ⓘ
Ουσιαστικό
toile (fr) θηλυκό
- ύφασμα από λινό, κανναβούρι, βαμβάκι, κλπ.
- Toile fine.
- Grosse toile.
- Toile ronde.
- Toile bien unie.
- Toile de lin.
- Faire le commerce des toiles.
- Tisser de la toile.
- Chemise de toile.
- Toile à matelas.
- Toile d’emballage.
- Toile cirée, μουσαμάς
- Toile imprimée, βαμβακερό ύφασμα εμπριμέ
- Toile d’avion, λεπτό ύφασμα που καλύπτει τα φτερά ορισμένων αεροπλάνων
- Les toiles d’un moulin à vent, τα υφάσματα που καλύπτουν τα φτερά ενός ανεμόμυλου για να μπορούν να γυρίζουν
- Toile métallique.
- Toile d’or, toile d’argent, ελαφρά υφάσματα των οποίων το υφάδι είναι από χρυσό ή άργυρο
- (κινηματογράφος) (μετωνυμία) άσπρο πανί πάνω στο οποίο προβάλλεται ένα φιλμ (κατ’ επέκταση) το ίδιο το φιλμ, το έργο
- On se fait une toile ? - Πάμε να δούμε ένα έργο στο σινεμά;
- (ζωγραφική) (μετωνυμία) πανί πάνω στο οποίο ζωγραφίζει ο ζωγράφος (κατ’ επέκταση) ο πίνακας
- (θέατρο) κατακόρυφο παραπέτασμα πάνω στο οποίο απεικονίζονται τα διάφορα τοπία
- Toile de fond.
- (ναυτικός όρος) πανί, ιστός
- Porter beaucoup de toile.
- Toile à voile, forte toile από κανναβούρι για τα πανιά των πλοίων
- (κυνήγι) μεγάλα δίχτυα που απλώνονται στο έδαφος για να πιαστούν αγριόχοιροι, ελάφια, ελαφίνες, ζαρκάδια, κλπ.
- Il a tué le sanglier dans les toiles.
- Tendre les toiles.
- Quand on veut prendre des cerfs vivants, on les prend dans les toiles.
- (πληροφορική) το διαδίκτυο
Παράγωγα
Υπερώνυμα
Υπώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.