ιστοκαλλιέργεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιστοκαλλιέργεια οι ιστοκαλλιέργειες
      γενική της ιστοκαλλιέργειας των ιστοκαλλιεργειών
    αιτιατική την ιστοκαλλιέργεια τις ιστοκαλλιέργειες
     κλητική ιστοκαλλιέργεια ιστοκαλλιέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιστοκαλλιέργεια < ιστός + καλλιέργεια, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική tissue culture

Ουσιαστικό

ιστοκαλλιέργεια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.