web
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| web | webs |
Ουσιαστικό
web (en)
- ο ιστός, το πλέγμα, το δίκτυο
- ο ιστός αράχνης
- το Διαδίκτυο, ο Παγκόσμιος Ιστός. Συνήθως γράφεται: Web, με κεφαλαίο W.
- έκφραση: upload (something πχ. your pages) to the web/to a web server (είναι το σύνηθες)
- (μεταφορικά) πλεκτάνη
Πολυλεκτικοί όροι
- www
- World Wide Web
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.