ιστογένεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ιστογένεση | οι | ιστογενέσεις |
| γενική | της | ιστογένεσης* | των | ιστογενέσεων |
| αιτιατική | την | ιστογένεση | τις | ιστογενέσεις |
| κλητική | ιστογένεση | ιστογενέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ιστογενέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιστογένεση < (ιστός) ιστο- + -γένεση, λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσικοί όροι όπως αγγλική histogenesis < αρχαία ελληνική ἱστός + γένεσις
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.stoˈʝe.ne.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐στο‐γέ‐νε‐ση
Ουσιαστικό
ιστογένεση θηλυκό
- (ιατρική) η φυσική ή τεχνητή διαδικασία της γένεσης ιστών
- ※ Αύξηση του ύψους σε ανθρώπους που πάσχουν από νανισμό έως και κατά 30 εκατοστά, αντιμετώπιση των ανισοσκελιών που έχουν προκληθεί από σοβαρούς τραυματισμούς ή από ασθένειες επιτυγχάνουν πλέον οι επιστήμονες με τη μέθοδο της «διατατικής οστεογένεσης» ή ιστογένεσης. (εφ. Τα Νέα, 27.11.2007)
Μεταφράσεις
ιστογένεση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.