μεταξένιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταξένιος η μεταξένια το μεταξένιο
      γενική του μεταξένιου της μεταξένιας του μεταξένιου
    αιτιατική τον μεταξένιο τη μεταξένια το μεταξένιο
     κλητική μεταξένιε μεταξένια μεταξένιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταξένιοι οι μεταξένιες τα μεταξένια
      γενική των μεταξένιων των μεταξένιων των μεταξένιων
    αιτιατική τους μεταξένιους τις μεταξένιες τα μεταξένια
     κλητική μεταξένιοι μεταξένιες μεταξένια
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο.
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μεταξένιος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μεταξένιος[1] < μετάξ(ι) + -ένιος < ελληνιστική κοινή μέταξα

Προφορά

ΔΦΑ : /me.taˈkse.ɲos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μεταξένιος

Επίθετο

μεταξένιος, -α, -ο

  1. που είναι φτιαγμένος από μετάξι
    άλλες μορφές: μεταξωτός, μετάξινος
     συνώνυμα: σηρικός
  2. που μοιάζει με μετάξι, είναι απαλός, ελαφρύς, λαμπερός σαν μετάξι
    παιδάκι με τα μεταξένια του μαλλάκια

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

μεταξένιος < μετάξ(ι) + -ένιος < μέταξα

Επίθετο

μεταξένιος

  • μεταξίτικος

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.