μεταξένιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεταξένιος | η | μεταξένια | το | μεταξένιο |
| γενική | του | μεταξένιου | της | μεταξένιας | του | μεταξένιου |
| αιτιατική | τον | μεταξένιο | τη | μεταξένια | το | μεταξένιο |
| κλητική | μεταξένιε | μεταξένια | μεταξένιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεταξένιοι | οι | μεταξένιες | τα | μεταξένια |
| γενική | των | μεταξένιων | των | μεταξένιων | των | μεταξένιων |
| αιτιατική | τους | μεταξένιους | τις | μεταξένιες | τα | μεταξένια |
| κλητική | μεταξένιοι | μεταξένιες | μεταξένια | |||
| Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεταξένιος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μεταξένιος[1] < μετάξ(ι) + -ένιος < ελληνιστική κοινή μέταξα
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.taˈkse.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐ξέ‐νιος
Επίθετο
μεταξένιος, -α, -ο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μετάξι
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
- μεταξίτικος
Συνώνυμα
- μεταξένιος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- μεταξένιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.