ιθύνοντες
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ιθύνοντες < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο πληθυντικού της μετοχής ιθύνων
Ουσιαστικό
ιθύνοντες αρσενικό (χρησιμοποιείται στον πληθυντικό)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ιθύνων
- οι διευθύνοντες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.