ιθύνων νους
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ιθύνων νους | ||
| γενική | του | ιθύνοντα νου | ||
| αιτιατική | τον | ιθύνοντα νου | ||
| κλητική | ιθύνων νους | |||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πολυλεκτικός όρος
ιθύνων νους αρσενικό
- άνθρωπος που συλλαμβάνει, σχεδιάζει και κατευθύνει μια διαδικασία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.