καθοδηγώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καθοδηγώ < (ελληνιστική κοινή) καθοδηγέω, -ῶ

Ρήμα

καθοδηγώ

  1. δείχνω σε κάποιον τη διαδρομή που πρέπει να ακολουθήσει για να φτάσει σε έναν προορισμό
  2. δίνω σε κάποιον συμβουλές και υποδείξεις για το πώς θα πετύχει κάτι
  3. (σε πολιτικά κόμματα, ιδίως κομμουνιστικά) εξηγώ ως ανώτερο ιεραρχικά στέλεχος ή ως εκλεγμένο όργανο την πολιτική γραμμή του κόμματος σε μια κομματική οργάνωση και κατευθύνω τη δράση της

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.