ιδρώτας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ιδρώτας | οι | ιδρώτες |
| γενική | του | ιδρώτα | — | |
| αιτιατική | τον | ιδρώτα | τους | ιδρώτες |
| κλητική | ιδρώτα | ιδρώτες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιδρώτας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἱδρώτας < αρχαία ελληνική ἱδρώς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swidrōs < *sweyd- (ιδρώτας, ιδρώνω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈðɾo.tas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ι‐δρώ‐τας
Ουσιαστικό
ιδρώτας αρσενικό
- σωματικό υγρό που εκκρίνεται από τους πόρους του δέρματος μετά από επίπονη άσκηση ή λόγω ζέστης ή από άλλες αιτίες
- ※ Το κορμί του γυάλιζε από τον ιδρώτα. (Νίκος Καββαδίας, Βάρδια)
- το ίδρωμα
- (μεταφορικά) προσπάθεια, κόπος
Εκφράσεις
- με έκοψε κρύος ιδρώτας / με έλουσε κρύος ιδρώτας: → δείτε την έκφραση: πάγωσε το αίμα μου
- με τον ιδρώτα (του προσώπου) μου: συνήθως για να επισημάνουμε ότι έγινε με κόπο και χωρίς τη βοήθεια άλλου
- χύνω ιδρώτα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.