ίδρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ίδρος οι ίδροι
      γενική του ίδρου των ίδρων
    αιτιατική τον ίδρο τους ίδρους
     κλητική ίδρε ίδροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ίδρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἵδρος (αρσενικό, και ουδέτερο) < αρχαία ελληνική ἱδρώς

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.ðɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ίδρος

Ουσιαστικό

ίδρος αρσενικό

  • (λαϊκότροπο) ο ιδρώτας
      Σκούπισε τα χέρια στα ρούχα του, κ' ύστερα, με την παλάμη, σκούπισε τον ίδρο απ' το πρόσωπό του. (Ηλίας Βενέζης (1937) Γαλήνη [μυθιστόρημα])

  • ιδρό (ουδέτερο)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.