ιδρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ιδρός | οι | ιδροί |
| γενική | του | ιδρού | των | ιδρών |
| αιτιατική | τον | ιδρό | τους | ιδρούς |
| κλητική | ιδρέ | ιδροί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ιδρός < μεσαιωνική ελληνική ίδρος < αρχαία ελληνική ἱδρώς
Μεταφράσεις
ιδρός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.