εφίδρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εφίδρωση οι εφιδρώσεις
      γενική της εφίδρωσης* των εφιδρώσεων
    αιτιατική την εφίδρωση τις εφιδρώσεις
     κλητική εφίδρωση εφιδρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εφιδρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εφίδρωση < (ελληνιστική κοινή) ἐφίδρωσις < ἐφιδρόω / ἐφιδρῶ < ἐπί + ἱδρόω / ἱδρῶ < ἱδρώς

Ουσιαστικό

εφίδρωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.