ιδρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ιδρώνω < μεσαιωνική ελληνική ιδρώνω < αρχαία ελληνική ἱδρῶ + -ώνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /iˈðɾo.no/
Ρήμα
ιδρώνω
- αποβάλλω ιδρώτα από τους πόρους του δέρματος
- κάνει πολλή ζέστη και ίδρωσα
- κουράζομαι πολύ
- ίδρωσα να τον καταφέρω να έρθει μαζί μας
- εργάζομαι σκληρά
- εμφανίζω σταγονίδια νερού στην εξωτερική μου επιφάνεια
Εκφράσεις
- δεν ιδρώνει το αφτί μου : αδιαφορώ για όσα ακούω
Σύνθετα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ιδρώνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.