ιδρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ιδρώνω < μεσαιωνική ελληνική ιδρώνω < αρχαία ελληνική ἱδρῶ + -ώνω

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈðɾo.no/

Ρήμα

ιδρώνω

  1. αποβάλλω ιδρώτα από τους πόρους του δέρματος
    κάνει πολλή ζέστη και ίδρωσα
  2. κουράζομαι πολύ
    ίδρωσα να τον καταφέρω να έρθει μαζί μας
  3. εργάζομαι σκληρά
  4. εμφανίζω σταγονίδια νερού στην εξωτερική μου επιφάνεια

Εκφράσεις

  • δεν ιδρώνει το αφτί μου : αδιαφορώ για όσα ακούω

Συγγενικά

Σύνθετα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.