αφιδρωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφιδρωτικός η αφιδρωτική το αφιδρωτικό
      γενική του αφιδρωτικού της αφιδρωτικής του αφιδρωτικού
    αιτιατική τον αφιδρωτικό την αφιδρωτική το αφιδρωτικό
     κλητική αφιδρωτικέ αφιδρωτική αφιδρωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφιδρωτικοί οι αφιδρωτικές τα αφιδρωτικά
      γενική των αφιδρωτικών των αφιδρωτικών των αφιδρωτικών
    αιτιατική τους αφιδρωτικούς τις αφιδρωτικές τα αφιδρωτικά
     κλητική αφιδρωτικοί αφιδρωτικές αφιδρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αφιδρωτικός < αφίδρωση + -τικός

Επίθετο

αφιδρωτικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.