ίδρωτας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ίδρωτας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἵδρωτας < ἱδρώτας (μετακίνηση τόνου)[1] < αρχαία ελληνική ἱδρώς

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.ðɾo.tas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ίδρωτας
τονικό παρώνυμο: ιδρώτας

Ουσιαστικό

ίδρωτας αρσενικό

  • (λαϊκότροπο) ο ιδρώτας
    χρειάζεται παράθεμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.