αφίδρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφίδρωση οι αφιδρώσεις
      γενική της αφίδρωσης* των αφιδρώσεων
    αιτιατική την αφίδρωση τις αφιδρώσεις
     κλητική αφίδρωση αφιδρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αφιδρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αφίδρωση < αρχαία ελληνική ἀφίδρωσις

Ουσιαστικό

αφίδρωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.