θείτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θείτσα οι θείτσες
      γενική της θείτσας
    αιτιατική τη θείτσα τις θείτσες
     κλητική θείτσα θείτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θείτσα < υποκοριστικό του θεία

Ουσιαστικό

θείτσα θηλυκό

  1. θεία
  2. (μειωτικό) αφελής ή κουτσομπόλα γυναίκα μεγάλης ηλικίας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.