θεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θεια οι θειες
& θειάδες
      γενική της θειας των θειων
& θειάδων
    αιτιατική τη θεια τις θειες
& θειάδες
     κλητική θεια θειες
& θειάδες
Προφέρεται με συνίζηση ως μονοσύλλαβο και δε φέρει τόνο.
Συκρίνετε με το θεία.
Κατηγορία όπως «νια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θεια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θεία < ελληνιστική κοινή θεία με συνίζηση[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈθça/
παρώνυμο: θεία

Ουσιαστικό

θεια θηλυκό (αρσενικό θειος)

  • (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του θεία

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.