άμια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η άμια οι άμιες
      γενική της άμιας
    αιτιατική την άμια τις άμιες
     κλητική άμια άμιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

άμια < (άμεσο δάνειο) βενετική amia < λατινική amita

Ουσιαστικό

άμια θηλυκό

  1. (ιδιωματικό, οικογένεια) θεία
  2. (ιδιωματικό, οικογένεια) γιαγιά
  3. (ιδιωματικό) ηλικιωμένη γυναίκα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.