αδερφή
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
- αδερφή < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀδερφή < ἀδερφ(ός) + -ή[1] < αρχαία ελληνική ἀδελφός. Δείτε και αδελφή
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ðeɾˈfi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δερ‐φή
- τονικό παρώνυμο: αδέρφι
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αδερφή | οι | αδερφές & αδερφάδες |
| γενική | της | αδερφής | των | αδερφών & αδερφάδων |
| αιτιατική | την | αδερφή | τις | αδερφές & αδερφάδες |
| κλητική | αδερφή | αδερφές & αδερφάδες | ||
| Οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, λαϊκότροποι. | ||||
| Κατηγορία όπως «αδερφή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
αδερφή θηλυκό
- άλλη μορφή του αδελφή
Παράγωγα
- αδερφούλα (υποκοριστικό)
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αδερφή | οι | αδερφές |
| γενική | της | αδερφής | των | αδερφών |
| αιτιατική | την | αδερφή | τις | αδερφές |
| κλητική | αδερφή | αδερφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
αδερφή θηλυκό
- (μειωτικό) ομοφυλόφιλος
Παράγωγα
- αδερφάρα (μεγεθυντικό)
Ετυμολογία 2
- αδερφή: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αδερφή θηλυκό
Πολυλεκτικοί όροι
- αδερφή ψυχή
Αναφορές
- αδερφός, αδερφή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.