tante

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
tante tantes

Ετυμολογία

tante < ta + αρχαία γαλλική ante < λατινική amita (θεία από την πλευρά του πατέρα)

Προφορά

ΔΦΑ : /tɑ̃t/
 
ομόηχο: tente

Ουσιαστικό

tante (fr) θηλυκό

  1. (οικογένεια) η θεία
  2. (οικείο, χυδαίο) ομοφυλόφιλος με θηλυκούς τρόπους· πρόσωπο με θηλυκή συμπεριφορά
     συνώνυμα: pédé, tantouse, tata

Πηγές



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

tante (nl)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.