ζῆλος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ζῆλος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ζῆλος
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
ζηλ-
ζηλ-
παράγωγα και σύνθετα με ζηλ-
- ζήλεια, ζήλια
- ζηλεύω, ζηλεύγω
- ζηλευτής
- ζηλευτός
- ζηλία
- ζηλιάρης, ζουλιάρης
- ζηλοπαθής
- ζηλοποιῶ
- ζηλοτύπημα
- ζηλοτύπησις
- ζηλοφθονία
- ζηλόφθονος
- ζηλοφθονῶ
- ζηλώδης
- ζηλωτικός
- ζηλωτικῶς
- ζηλώτρια
- ζηλωτῶς
- καταζηλεύω
- παλαίζηλος
- παραζηλειά
- παραζηλωτής
Πηγές
- ζῆλος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ζῆλος | οἱ | ζῆλοι |
| γενική | τοῦ | ζήλου | τῶν | ζήλων |
| δοτική | τῷ | ζήλῳ | τοῖς | ζήλοις |
| αιτιατική | τὸν | ζῆλον | τοὺς | ζήλους |
| κλητική ὦ! | ζῆλε | ζῆλοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζήλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ζήλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζῆλος: συνδέεται με το ζητέω· πιθανόν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή [1] *ieh₂- (διώκω, εκδικούμαι)
Ουσιαστικό
ζῆλος, -ου αρσενικό (αργότερα, ουδέτερο τὸ ζῆλος, τοῦ ζήλεος)
- ζήλια, ανταγωνισμός
- ↪ ζῆλον γάμων ἔχουσα (ανταγωνισμός για το ποιος θα την παντρευόταν)
- ※ Ζῆλος και ζηλοτυπία διαφέρει: Ζηλοτυπία μέν γάρ ἒστιν αὐτό τό πάθος, ἢγουν τό ἐν μίσει ὑπάρχον· ζῆλος δὲ μίμησις καλοῦ, οἷον ζηλοῖ τὸν καθηγητὴν ὁ παῖς (Ammonius (Grammaticus), De differentia adfinium vocabulorum, 1822, σελ. 63 . ΣτΕ: Σημειώνεται ότι συγγραφέας του κειμένου θεωρείται ο Φίλων ο Βύβλιος)
- ο ζήλος, το σφοδρό πάθος, η διακαής επιθυμία για διάκριση, υπεροχή
- ↪ ζῆλος περὶ τὰ στρατιωτικά
- → δείτε Ζῆλος η προσωποποίηση της ανάγκης για νίκη, για υπεροχή, ως αδελφός της Βίας, του Κράτους και της Νίκης (Ησίοδος)
- η δόξα και η χαρά που τη συνοδεύει
- δωρικός τύπος : ζᾶλος
Παράγωγα
ετυμολογικό πεδίο
ζηλ-
ζηλ-
παράγωγα και σύνθετα με ζηλ-
- ἀγάζηλοι
- ἀζηλοπραγμόνως
- ἄζηλος
- ἀζηλοτύπητος
- ἀζηλότυπος
- ἀζήλωτος
- ἀΐζηλος, ἀίζηλος
- ἀνομόζηλος
- ἀντίζηλος
- ἀντιζηλόω
- ἀξιόζηλος
- ἀξιοζήλωτος
- ἀρίζηλος
- ἀριζήλωτος
- βαρύζηλος
- διαζηλεύομαι
- διαζηλοτυπέομαι
- δύσζηλος
- ἐπίζηλος
- ἑτερόζηλος
- εὔζηλος
- ζηλευτής
- ζηλεύω
- ζηλέω
- ζηλοδοτήρ
- ζηλοεοτήρ
- ζηλομανής
- ζηλοσύνη
- ζηλοτυπέω
- ζηλοτυπία
- ζηλότυπος
- ζηλόω
- ζήλωμα
- ζήλωσις
- ζηλωτέος
- ζηλωτής
- ζηλωτικός
- ζηλωτός
- κακόζηλος
- καταζηλόω
- κακοζηλωσία
- μεγαλόζηλος
- ὁμόζηλος
- παναρίζηλος
- παραζηλόω
- πολύζηλος
- παραζήλωσις
- πολυζήλωτος
- χαμαίζηλος
- φιλοζήλως
- -ζηλος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ζηλος στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- ζῆλος σελ. 500 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- ζῆλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζῆλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.