ἐπίζηλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐπίζηλος | τὸ | ἐπίζηλον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐπιζήλου | τοῦ | ἐπιζήλου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐπιζήλῳ | τῷ | ἐπιζήλῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐπίζηλον | τὸ | ἐπίζηλον | ||
| κλητική ὦ! | ἐπίζηλε | ἐπίζηλον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐπίζηλοι | τὰ | ἐπίζηλᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἐπιζήλων | τῶν | ἐπιζήλων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐπιζήλοις | τοῖς | ἐπιζήλοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐπιζήλους | τὰ | ἐπίζηλᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἐπίζηλοι | ἐπίζηλᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιζήλω | τὼ | ἐπιζήλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιζήλοιν | τοῖν | ἐπιζήλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
- δωρικός τύπος : ἐπίζᾱλος
Πηγές
- ἐπίζηλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπίζηλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.