ζήλεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζήλεια οι ζήλειες
      γενική της ζήλειας των ζηλειών
    αιτιατική τη ζήλεια τις ζήλειες
     κλητική ζήλεια ζήλειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζήλεια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζήλεια

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈzi.ʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζήλεια
ομόηχα: ζήλια, ζίλια

Ουσιαστικό

ζήλεια θηλυκό



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ζήλεια < ελληνιστική κοινή ζηλ(εύω) + -εια ( με αναβιβασμό του τόνου κατά το σχήμα φτωχός > φτώχια) [1] < αρχαία ελληνική ζῆλος

Ουσιαστικό

ζήλεια θηλυκό

  1. ζήλια, φθόνος
  2. επιθυμία
  3. ανταγωνισμός, διαμάχη

  • ζήλα
  • ζηλεία
  • ζηλειά
  • ζηλία
  • ζουλεία

Παράγωγα

Σύνθετα

  • παραζηλειά

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ζῆλος

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.