ζηλωτός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ζηλωτός | ἡ | ζηλωτή & ζηλωτός |
τὸ | ζηλωτόν |
| γενική | τοῦ | ζηλωτοῦ | τῆς | ζηλωτῆς & ζηλωτοῦ |
τοῦ | ζηλωτοῦ |
| δοτική | τῷ | ζηλωτῷ | τῇ | ζηλωτῇ & ζηλωτῷ |
τῷ | ζηλωτῷ |
| αιτιατική | τὸν | ζηλωτόν | τὴν | ζηλωτήν & ζηλωτόν |
τὸ | ζηλωτόν |
| κλητική ὦ! | ζηλωτέ | ζηλωτή & ζηλωτέ |
ζηλωτόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ζηλωτοί | αἱ | ζηλωταί & ζηλωτοί |
τὰ | ζηλωτᾰ́ |
| γενική | τῶν | ζηλωτῶν | τῶν | ζηλωτῶν & ζηλωτῶν |
τῶν | ζηλωτῶν |
| δοτική | τοῖς | ζηλωτοῖς | ταῖς | ζηλωταῖς & ζηλωτοῖς |
τοῖς | ζηλωτοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | ζηλωτούς | τὰς | ζηλωτᾱ́ς & ζηλωτούς |
τὰ | ζηλωτᾰ́ |
| κλητική ὦ! | ζηλωτοί | ζηλωταί & ζηλωτοί |
ζηλωτᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζηλωτώ | τὼ | ζηλωτᾱ́ & ζηλωτώ |
τὼ | ζηλωτώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | ζηλωτοῖν | τοῖν | ζηλωταῖν & ζηλωτοῖν |
τοῖν | ζηλωτοῖν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ός, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'σπαρτός' όπως «σπαρτός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ζηλωτός, -ή, -όν & -ός, -ός, -όν
- ο άξιος να τον μιμηθεί κάποιος, ο αξιοζήλευτος, αξιοθαύμαστος
- σ ευτυχισμένος, σ τυχερός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ζῆλος
Πηγές
- ζηλωτός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζηλωτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.