χαμαίζηλος

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

χαμαίζηλος < χαμαί και ζῆλος

Επίθετο

χαμαίζηλος, ος, ον

  1. που επιδιώκει τα ταπεινά
  2. που είναι χαμηλός, π.χ. ένα μικρό σκαμνί, φυτό που δεν αποκτά μεγάλο ύψος, είδος νάνος ενός άλλου μεγαλύτερου (χαμαίζηλος φοίνικας), ένα ρηχό πιάτο ή αγγείο (χαμαίζηλος κρατήρ)
  3. (μεταφορικά) που είναι χαμηλού επιπέδου
    χαμαίζηλος ψυχή (ίσως ελληνιστική έννοια)
  4. που έχει γλιστρήσει πιο χαμηλά από την κανονική θέση του (π.χ. η επωμίδα)
  5. επίθετο θεών
    χαμαίζηλος Ζεύς ή Ποσειδών (ο χθόνιος)
  6. χαμηλόβαθμος (στους δικαστές ασήμαντων πλημμελημμάτων ή εκείνων που είχαν χαμηλή βαθμίδα γενικά σε μεγάλο δικαστήριο)

Συγγενικά

Σημειώσεις

  • το ουδέτερο χαμαίζηλον ως ουσιαστικό: ονομασία το φυτού γναφάλιο και του πεντάφυλλου (πεντάφυλλο το έρπον - Potentilla reptans)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.