χαμαίζηλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Επίθετο
χαμαίζηλος, ος, ον
- που επιδιώκει τα ταπεινά
- που είναι χαμηλός, π.χ. ένα μικρό σκαμνί, φυτό που δεν αποκτά μεγάλο ύψος, είδος νάνος ενός άλλου μεγαλύτερου (χαμαίζηλος φοίνικας), ένα ρηχό πιάτο ή αγγείο (χαμαίζηλος κρατήρ)
- (μεταφορικά) που είναι χαμηλού επιπέδου
- χαμαίζηλος ψυχή (ίσως ελληνιστική έννοια)
- που έχει γλιστρήσει πιο χαμηλά από την κανονική θέση του (π.χ. η επωμίδα)
- επίθετο θεών
- χαμαίζηλος Ζεύς ή Ποσειδών (ο χθόνιος)
- χαμηλόβαθμος (στους δικαστές ασήμαντων πλημμελημμάτων ή εκείνων που είχαν χαμηλή βαθμίδα γενικά σε μεγάλο δικαστήριο)
Συγγενικά
Σημειώσεις
- το ουδέτερο χαμαίζηλον ως ουσιαστικό: ονομασία το φυτού γναφάλιο και του πεντάφυλλου (πεντάφυλλο το έρπον - Potentilla reptans)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.