ζήλος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ζήλος < αρχαία ελληνική ζῆλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈzi.los/
Ουσιαστικό
ζήλος αρσενικό
- η επιθυμία να εκτελέσεις μια εργασία κατά τον καλύτερο τρόπο, η όρεξη, ο ενθουσιασμός για τη δουλειά και η αφοσίωση σ' αυτήν
Συγγενικά
- Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που αρχίζουν με «ζηλο-» (νέα ελληνικά)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.