εκδικούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκδικούμαι < (ελληνιστική κοινή) ἐκδικέομαι / ἐκδικοῦμαι < αρχαία ελληνική ἐκδικέω / ἐκδικῶ < ἐκ + δίκη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ek.ðiˈku.me/
Ρήμα
εκδικούμαι (μετβ και αμετβ)
- παίρνω εκδίκηση, ανταποδίδω κάποια αδικία ή προσβολή που (μου) έγινε
Συγγενικά
|
|
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εκδικούμαι | εκδικούμουν | θα εκδικούμαι | να εκδικούμαι | ||
| β' ενικ. | εκδικείσαι | εκδικούσουν | θα εκδικείσαι | να εκδικείσαι | ||
| γ' ενικ. | εκδικείται | εκδικούνταν | θα εκδικείται | να εκδικείται | ||
| α' πληθ. | εκδικούμαστε | εκδικούμασταν εκδικούμαστε |
θα εκδικούμαστε | να εκδικούμαστε | ||
| β' πληθ. | εκδικείστε | εκδικούσασταν εκδικούσαστε |
θα εκδικείστε | να εκδικείστε | εκδικείστε | |
| γ' πληθ. | εκδικούνται | εκδικούνταν | θα εκδικούνται | να εκδικούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εκδικήθηκα | θα εκδικηθώ | να εκδικηθώ | εκδικηθεί | ||
| β' ενικ. | εκδικήθηκες | θα εκδικηθείς | να εκδικηθείς | εκδικήσου | ||
| γ' ενικ. | εκδικήθηκε | θα εκδικηθεί | να εκδικηθεί | |||
| α' πληθ. | εκδικηθήκαμε | θα εκδικηθούμε | να εκδικηθούμε | |||
| β' πληθ. | εκδικηθήκατε | θα εκδικηθείτε | να εκδικηθείτε | εκδικηθείτε | ||
| γ' πληθ. | εκδικήθηκαν εκδικηθήκαν(ε) |
θα εκδικηθούν(ε) | να εκδικηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εκδικηθεί | είχα εκδικηθεί | θα έχω εκδικηθεί | να έχω εκδικηθεί | εκδικημένος | |
| β' ενικ. | έχεις εκδικηθεί | είχες εκδικηθεί | θα έχεις εκδικηθεί | να έχεις εκδικηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εκδικηθεί | είχε εκδικηθεί | θα έχει εκδικηθεί | να έχει εκδικηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εκδικηθεί | είχαμε εκδικηθεί | θα έχουμε εκδικηθεί | να έχουμε εκδικηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εκδικηθεί | είχατε εκδικηθεί | θα έχετε εκδικηθεί | να έχετε εκδικηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εκδικηθεί | είχαν εκδικηθεί | θα έχουν εκδικηθεί | να έχουν εκδικηθεί | ||
Μεταφράσεις
εκδικούμαι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.