κακόζηλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κακόζηλος | η | κακόζηλη | το | κακόζηλο |
| γενική | του | κακόζηλου | της | κακόζηλης | του | κακόζηλου |
| αιτιατική | τον | κακόζηλο | την | κακόζηλη | το | κακόζηλο |
| κλητική | κακόζηλε | κακόζηλη | κακόζηλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κακόζηλοι | οι | κακόζηλες | τα | κακόζηλα |
| γενική | των | κακόζηλων | των | κακόζηλων | των | κακόζηλων |
| αιτιατική | τους | κακόζηλους | τις | κακόζηλες | τα | κακόζηλα |
| κλητική | κακόζηλοι | κακόζηλες | κακόζηλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κακόζηλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κακόζηλος < κακό- + -ζηλος < αρχαία ελληνική ζῆλος
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈko.zi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐κό‐ζη‐λος
Μεταφράσεις
κακόζηλος
|
|
Πηγές
- κακόζηλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κακόζηλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | κακόζηλος | τὸ | κακόζηλον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | κακοζήλου | τοῦ | κακοζήλου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | κακοζήλῳ | τῷ | κακοζήλῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | κακόζηλον | τὸ | κακόζηλον | ||
| κλητική ὦ! | κακόζηλε | κακόζηλον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | κακόζηλοι | τὰ | κακόζηλᾰ | ||
| γενική | τῶν | κακοζήλων | τῶν | κακοζήλων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | κακοζήλοις | τοῖς | κακοζήλοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | κακοζήλους | τὰ | κακόζηλᾰ | ||
| κλητική ὦ! | κακόζηλοι | κακόζηλᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κακοζήλω | τὼ | κακοζήλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κακοζήλοιν | τοῖν | κακοζήλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κακόζηλος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κακό- + -ζηλος < αρχαία ελληνική ζῆλος
Πηγές
- κακόζηλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κακόζηλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.