ζηλότυπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ζηλότυπος | η | ζηλότυπη | το | ζηλότυπο |
| γενική | του | ζηλότυπου | της | ζηλότυπης | του | ζηλότυπου |
| αιτιατική | τον | ζηλότυπο | τη | ζηλότυπη | το | ζηλότυπο |
| κλητική | ζηλότυπε | ζηλότυπη | ζηλότυπο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ζηλότυποι | οι | ζηλότυπες | τα | ζηλότυπα |
| γενική | των | ζηλότυπων | των | ζηλότυπων | των | ζηλότυπων |
| αιτιατική | τους | ζηλότυπους | τις | ζηλότυπες | τα | ζηλότυπα |
| κλητική | ζηλότυποι | ζηλότυπες | ζηλότυπα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ζηλότυπος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζηλότυπος στη σημασία: ζήλια [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ziˈlo.ti.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζη‐λό‐τυ‐πος
Επίθετο
ζηλότυπος, -η, -ο
- που ζηλεύει σε μεγάλο βαθμό, συχνά παθολογικά, τον/την σύζυγό ή τον/την ερωτική σύντροφο
Συνώνυμα
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ζηλότυπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ζηλότυπος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ζηλότυπος | τὸ | ζηλότυπον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ζηλοτύπου | τοῦ | ζηλοτύπου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ζηλοτύπῳ | τῷ | ζηλοτύπῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ζηλότυπον | τὸ | ζηλότυπον | ||
| κλητική ὦ! | ζηλότυπε | ζηλότυπον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ζηλότυποι | τὰ | ζηλότυπᾰ | ||
| γενική | τῶν | ζηλοτύπων | τῶν | ζηλοτύπων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ζηλοτύποις | τοῖς | ζηλοτύποις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ζηλοτύπους | τὰ | ζηλότυπᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ζηλότυποι | ζηλότυπᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζηλοτύπω | τὼ | ζηλοτύπω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ζηλοτύποιν | τοῖν | ζηλοτύποιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ζηλότυπος, -ος, -ον
- ζηλιάρης, φθονερός
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 1016
- οὕτω σφόδρα ζηλότυπος ὁ νεανίσκος ἦν
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 1016
Παράγωγα
- ζηλετυπέω
- ζηλετυπία
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ζηλότυπος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ζηλότυπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.