καλλιτέχνης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καλλιτέχνης | οι | καλλιτέχνες |
| γενική | του | καλλιτέχνη | των | καλλιτεχνών |
| αιτιατική | τον | καλλιτέχνη | τους | καλλιτέχνες |
| κλητική | καλλιτέχνη | καλλιτέχνες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καλλιτέχνης < (ελληνιστική κοινή) καλλιτέχνης < αρχαία ελληνική κάλλος (< καλός) + τέχνη (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική artiste)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.liˈte.xnis/
Ουσιαστικό
καλλιτέχνης αρσενικό (θηλυκό: καλλιτέχνιδα και καλλιτέχνις)
- (επάγγελμα) αυτός που δημιουργεί έργα τέχνης, όπως ζωγραφικούς πίνακες, γλυπτά, κ.ά.
- ποτέ δεν ξέρεις τι κρύβεται μέσα στην ψυχή ενός καλλιτέχνη πριν δεις τα έργα του
- (επάγγελμα) αυτός που ασχολείται με τις παραστατικές τέχνες ως εκτελεστής: ο τραγουδιστής, ο ηθοποιός, κλπ.
- άτομο με ευαισθησία, δεξιότητα ή/και ταλέντο στον τομέα του
Συγγενικά
- αντικαλλιτεχνικά
- αντικαλλιτεχνικός
- καλλιτέχνημα
- καλλιτεχνία
- καλλιτέχνιδα
- καλλιτεχνικά
- καλλιτεχνικός
- καλλιτέχνις
- καλλιτεχνώ
- → δείτε τις λέξεις κάλλος, καλός και τέχνη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.