ζωγράφημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζωγράφημα | τα | ζωγραφήματα |
| γενική | του | ζωγραφήματος | των | ζωγραφημάτων |
| αιτιατική | το | ζωγράφημα | τα | ζωγραφήματα |
| κλητική | ζωγράφημα | ζωγραφήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζωγράφημα < ελληνιστική κοινή ζωγράφημα
Προφορά
- ΔΦΑ : /zoˈɣɾa.fi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζω‐γρά‐φη‐μα
Μεταφράσεις
ζωγράφημα
|
→ δείτε τις λέξεις ζωγραφιά και ζωγράφισμα |
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- ζωγράφημα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ζωγράφημᾰ | τὰ | ζωγραφήμᾰτᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | ζωγραφήμᾰτος | τῶν | ζωγραφημᾰ́των | ||||
| δοτική | τῷ | ζωγραφήμᾰτῐ | τοῖς | ζωγραφήμᾰσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸ | ζωγράφημᾰ | τὰ | ζωγραφήμᾰτᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | ζωγράφημᾰ | ζωγραφήμᾰτᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ζωγραφήμᾰτε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ζωγραφημᾰ́τοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Πηγές
- ζωγράφημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.