ζωγράφημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζωγράφημα τα ζωγραφήματα
      γενική του ζωγραφήματος των ζωγραφημάτων
    αιτιατική το ζωγράφημα τα ζωγραφήματα
     κλητική ζωγράφημα ζωγραφήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζωγράφημα < ελληνιστική κοινή ζωγράφημα

Προφορά

ΔΦΑ : /zoˈɣɾa.fi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζωγράφημα

Ουσιαστικό

ζωγράφημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ζωγράφημᾰ τὰ ζωγραφήμᾰτ
      γενική τοῦ ζωγραφήμᾰτος τῶν ζωγραφημᾰ́των
      δοτική τῷ ζωγραφήμᾰτ τοῖς ζωγραφήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ζωγράφημᾰ τὰ ζωγραφήμᾰτ
     κλητική ! ζωγράφημᾰ ζωγραφήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ζωγραφήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ζωγραφημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζωγράφημα < ζωγραφέω + -μα

Ουσιαστικό

ζωγράφημα ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.