αζωγράφιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αζωγράφιστος | η | αζωγράφιστη | το | αζωγράφιστο |
| γενική | του | αζωγράφιστου | της | αζωγράφιστης | του | αζωγράφιστου |
| αιτιατική | τον | αζωγράφιστο | την | αζωγράφιστη | το | αζωγράφιστο |
| κλητική | αζωγράφιστε | αζωγράφιστη | αζωγράφιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αζωγράφιστοι | οι | αζωγράφιστες | τα | αζωγράφιστα |
| γενική | των | αζωγράφιστων | των | αζωγράφιστων | των | αζωγράφιστων |
| αιτιατική | τους | αζωγράφιστους | τις | αζωγράφιστες | τα | αζωγράφιστα |
| κλητική | αζωγράφιστοι | αζωγράφιστες | αζωγράφιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.