ζευγάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ζευγάρι | τα | ζευγάρια |
| γενική | του | ζευγαριού | των | ζευγαριών |
| αιτιατική | το | ζευγάρι | τα | ζευγάρια |
| κλητική | ζευγάρι | ζευγάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ζευγάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζευγάρι < ζευγάριν < αρχαία ελληνική ζευγάριον, υποκοριστικό του ζεῦγος[1] + κατάληξη υποκοριστικού -άριον
Προφορά
- ΔΦΑ : /zeˈvɣa.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζευ‐γά‐ρι
Ουσιαστικό
ζευγάρι ουδέτερο
- συνδυασμός δύο στοιχείων που αποτελούν ένα σύνολο
- δύο άνθρωποι που ενώνονται με τα δεσμά του γάμου ή συνδέονται ερωτικά
- δύο ζώα που οργώνουν μαζί ή σέρνουν μια άμαξα
Συνώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
συνδυασμός δύο στοιχείων που αποτελούν ένα σύνολο
Αναφορές
- ζευγάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.